- ὑδροθηρικός
- ὑδρο-θηρικός, ή, όν,A of or for fishing, ib. 14.24, 15.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδροθηρικός — ή, όν, Α [ὑδροθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα … Dictionary of Greek
ὑδροθηρικόν — ὑδροθηρικός of masc acc sg ὑδροθηρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροθηρικῇ — ὑδροθηρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)